Ωράριο εργασίας ή χρόνος εργασίας θεωρείται η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητά του, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για κάθε κατηγορία εργαζομένων.
Νόμιμο ωράριο εργασίας είναι αυτό που καθορίζεται από διάταξη νόμου ή από διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότηση νόμου και αποτελεί το ανώτατο όριο ημερήσιας ή εβδομαδιαίας εργασίας. Το νόμιμο ωράριο καθορίστηκε σε οκτώ (8) ώρες ημερήσιας εργασίας και σε σαράντα οχτώ (48) ώρες εβδομαδιαίας εργασίας (αρθ. 2 και 3, Π.Δ. 27.06/04.07.1932).
Συμβατικό ωράριο εργασίας είναι αυτό που καθορίζεται με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις, κανονισμούς εργασίας και ατομικές συμβάσεις εργασίας. Το συμβατικό ωράριο μπορεί να είναι μικρότερο, αλλά ποτέ μεγαλύτερο από το νόμιμο.
Η Εθνική Γενική ΣΣΕ έτους 1984 έχει καθιερώσει εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών για όλους τους εργαζομένους της Χώρας.
Επίσης, με νεότερη διάταξη (αρθ. 55, Ν.4808/2021) καθορίστηκε σε όλους ανεξαιρέτως τους κλάδους εργασίας και σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας, ως ωράριο πλήρους απασχόλησης οι σαράντα (40) ώρες εβδομαδιαίως, οι οποίες δύνανται να κατανέμονται σε πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία.
Όταν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες συμβατικό ωράριο εργασίας ανέρχεται ημερησίως σε οχτώ (8) ώρες, ενώ όταν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το πλήρες ωράριο εργασίας ανέρχεται σε έξι (6) ώρες και σαράντα (40) λεπτά ημερησίως.
Με συλλογικές συμβάσεις εργασίας, διαιτητικές αποφάσεις ή ατομικές συμβάσεις εργασίας είναι δυνατή η εφαρμογή μικρότερων ωραρίων πλήρους απασχόλησης ημερησίως και εβδομαδιαίως.