Εργασιακές Σχέσεις
Α. ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ
Σύμφωνα με το άρθρο 655 ΑΚ προβλέπεται ότι ο χρόνος καταβολής του μισθού στον εργαζόμενο, είναι διαζευκτικά και διαδοχικά:
- Ο συμφωνημένος χρόνος μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
- Ο χρόνος που έχει ορισθεί με συναλλακτική ή με επιχειρησιακή συνήθεια.
- Εφόσον πρόκειται για χρονικό μισθό, η ημέρα λήξεως εκάστου εκ των χρονικών διαστημάτων, βάσει των οποίων αυτός υπολογίζεται ή αν πρόκειται για μισθό παραγωγής, η ημέρα που συντελείται το αποτέλεσμα της εργασίας που έχει συμφωνηθεί.
- Η ημέρα λήξης της σχέσης εργασίας.
Οι παραπάνω περιπτώσεις ρυθμίζουν το χρόνο καταβολής του μισθού γενικότερα, δηλαδή κάθε μισθολογικής παροχής, και όχι μόνο του μισθού-ημερομισθίου με τη στενή έννοια.
Β. ΕΡΓΑΤΟΤΕΧΝΙΤΕΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Β.Δ 24 Ιουλ. 1920 (ΦΕΚ 189/Α/21-8-1920) οι αποδοχές των εργατών θα πρέπει να καταβάλλονται “….ή κάθε εβδομάδα, εντός του Σαββάτου, ή τρεις φορές τον μήνα ή δύο φορές τον μήνα, αναλόγως της τοπικής συνήθειας ή της συμφωνίας, σε εργάσιμες ώρες. Η διάταξη δεν ισχύει σε επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους των 200 εργατών…”
Η ανωτέρω διάταξη είναι αναγκαστικού δικαίου και συνεπώς απαγορεύεται να μεταβληθεί συμβατικώς σε βάρος του εργαζόμενου. Επομένως δεν επιτρέπεται η καταβολή των αποδοχών σε αργότερες ημερομηνίες ακόμη και αν υπάρχει συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου.
Σύμφωνα με το Ν. 4254/2014 ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χορηγεί εξοφλητικό σημείωμα στους εργαζομένους, στο οποίο θα αναφέρονται ο συμφωνημένος μισθός και οι αναλογούσες κρατήσεις, καθώς και οι αποδοχές που θα εδικαιούντο να λάβουν με βάση την οικεία συλλογική σύμβαση. Μπορεί να αποσταλεί και ηλεκτρονικά.
Εάν η ασθένεια διήρκεσε μέχρι 3 ημέρες, οσαδήποτε και αν είναι τα τριήμερα ασθενείας του ημερολογιακού έτους, ο εργοδότης καταβάλλει το 1/2 του ημερησίου μισθού για κάθε μία από τις μέχρι 3 ημέρες απουσίας του μισθωτού. Για τις υπόλοιπες ημέρες της πρώτης αυτής (πέραν των 3 ημερών) ασθενείας, καθώς και για όλες τις ημέρες κάθε επομένης ασθενείας του ιδίου ημερολογιακού έτους που διαρκεί όμως πέρα των τριών ημερών, ο εργοδότης καταβάλλει τις συνήθεις αποδοχές στο μισθωτό, αφαιρώντας ό,τι για το διάστημα της αποχής λόγω ασθενείας, έλαβε η εδικαιούτο να λάβει ο μισθωτός ως επίδομα ασθενείας από τον ασφαλιστικό του Οργανισμό, είτε αυτό αντιστοιχεί σε εργάσιμες, είτε σε μη εργάσιμες ημέρες.
Ο χρόνος για τον οποίο διατηρείται η αξίωση επί τον μισθό δεν μπορεί να υπερβή τον ένα μήνα εάν το κώλυμα επήλθε ένα τουλάχιστον έτος μετά από την έναρξη της συμβάσεως, τον ήμισυ δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Ο μισθωτός διατηρεί την αξίωσή του επί τον μισθό μετά από 10ημερη τουλάχιστον παροχή εργασίας.
Ο μισθωτός διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό μισού ή ενός του πολύ μηνός για την περίπτωση απουσίας του λόγω ανυπαιτίου κωλύματος. Εάν κατά την αλλαγή του εργασιακού έτους το κώλυμα συνεχίζεται εκ της αυτής αιτίας ο μισθωτός δεν δικαιούται να λάβει εκ νέου τον μισθό μισού ή ενός το πολύ μηνός. Δικαιούται να λάβει εκ νέου τον μισθό του βάσει των άρθρων 657-658 ΑΚ μόνο εάν μετά την αλλαγή του εργασιακού του έτους αλλάζει και το κώλυμα παροχής εργασίας.
Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας κατά την διάρκεια της μονομερώς επιβαλλομένης, από τον εργοδότη, εκ περιτροπής απασχολήσεως ο υπολογισμός της αποζημιώσεως απολύσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.
Η άδεια χορηγείται αυτούσια. Κατά τα δύο πρώτα έτη η άδεια χορηγείται κατά τμήματα ενώ από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εφεξής ολόκληρη.
Ο χρόνος χορήγησης των αδειών αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο (2) μηνών από το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα διατυπωθεί το σχετικό αίτημα και σε κάθε περίπτωση εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
Επιτρέπεται κατάτμηση αδείας κατά το τρίτο και εφεξής έτος, σύμφωνα με την περ. 3 Υποπαρ. ΙΑ.14 Ν. 4093/2012 ως εξής:
α) Σε δύο περιόδους σε περίπτωση ιδιαιτέρως σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης. Η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) ή πέντε (5) εργασίμων ημερών (6ημερο-5νθήμερο).
β) Σε περισσότερες των δύο περιόδους από τις οποίες η μία πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) ή δέκα (10) εργάσιμες ημέρες μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Οι έγγραφες αιτήσεις των μισθωτών πρέπει να διατηρούνται στην επιχείρηση επί πέντε έτη.
Η ετήσια κανονική άδεια πρέπει να χορηγείται εντός του έτους στο οποίο αντιστοιχεί και οπωσδήποτε μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους. Ο εργοδότης που δεν χορηγεί στον μισθωτό την ετήσια άδεια αναψυχής του μέχρι την λήξη του ανωτέρω διαστήματος, υποχρεούται να καταβάλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές των ημερών αδείας. Με την πάροδο του ανωτέρω χρονικού σημείου λοιπόν, η αξίωση για παροχή αυτούσιας αδείας μετατρέπεται σε χρηματική αξίωση.
Βάση υπολογισμού του Δώρου Χριστουγέννων αποτελούν οι αποδοχές της 10ης Δεκεμβρίου. Για τους μισθωτούς των οποίων η σχέση εργασίας ελύθη προ της 10ης Δεκεμβρίου λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της ημέρας λύσεως της σχέσεως.
Οι απασχολούμενοι με διαλείπουσα ή εκ περιτροπής εργασία θα λάβουν ως Δώρο Χριστουγέννων 1 ημερομίσθιο ανά 8 πραγματοποιηθέντα μέσα στο διάστημα από 1/5 μέχρι 31/12.
Σύμφωνα με την ΥΑ 19040/1981 βάση υπολογισμού του Δώρου Πάσχα αποτελούν οι καταβαλλόμενες αποδοχές της 15ης ημέρας πριν από το Πάσχα.
Οι ημέρες υποχρεωτικής αποχής των γυναικών μισθωτών πριν και μετά τον τοκετό (8 εβδομάδες πριν και 9 εβδομάδες μετά τον τοκετό) θεωρούνται ως χρόνος κανονικής εργασίας και συνυπολογίζονται για την εξεύρεση του δώρου Πάσχα. (ΚΥΑ 19040/1981 Υπ. Οικονομικών και Εργασίας, αρθ.1).
Οι υποχρεωτικές αργίες που έχουν καθιερωθεί από τον νόμο (αρθ. 60, Ν4808/2021) και κατά τις οποίες απαγορεύεται κάθε βιομηχανική, βιοτεχνική, εμπορική εργασία και επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και η απασχόληση των μισθωτών, είναι οι εξής:
- Η 1η Ιανουαρίου
- Η εορτή των Θεοφανείων (6η Ιανουαρίου)
- Η 25η Μαρτίου
- Η Δευτέρα του Πάσχα
- Η 1η Μαΐου
- Η εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15η Αυγούστου)
- Η 28η Οκτωβρίου
- Η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού (25η Δεκεμβρίου)
- Η 26η Δεκεμβρίου
Όσοι αμείβονται με ημερομίσθιο και δεν απασχοληθούν θα λάβουν το συνήθως καταβαλλόμενο ημερομίσθιο. Οι μισθωτοί που θα απασχοληθούν κατά την ημέρα αυτή δικαιούνται να λάβουν, αν μεν αμείβονται με ημερομίσθιο, το συνήθως καταβαλλόμενο ημερομίσθιο με προσαύξηση 75% υπολογιζόμενη στο νόμιμο ωρομίσθιό τους, αν δε αμείβονται με μηνιαίο μισθό μόνο προσαύξηση 75% υπολογιζόμενη στο νόμιμο ωρομίσθιό τους. Η ανωτέρω αμοιβή και στις δύο περιπτώσεις θα υπολογισθεί για όσες ώρες απασχοληθούν.
Σύμφωνα με την υποπαράγραφο ΙΑ.10.1.α. του Ν. 4093/2012, κατά τις ώρες μη λειτουργίας των καταστημάτων επιτρέπεται η απασχόληση των μισθωτών αλλά απαγορεύεται κάθε συναλλαγή εντός αυτών. Μέχρι την τροποποίηση με τον Ν. 4093/2012 απαγορευόταν η απασχόληση των μισθωτών καθώς και η συναλλαγή εντός αυτών κατά τις ώρες μη λειτουργίας των καταστημάτων.
Η άδεια γάμου χορηγείται στον μισθωτό μία φορά για τον ίδιο γάμο δηλαδή είτε για τον πολιτικό είτε για τον θρησκευτικό γάμο αφού τα δύο είδη είναι απέναντι της Ελληνικής Πολιτείας ισοδύναμα. Η μετά τον πολιτικό γάμο τέλεση και θρησκευτικού γάμου συνιστά ιερολογία του πρώτου και όχι νέο γάμο.
Στην περίπτωση της καταγγελίας με προειδοποίηση χρονικό σημείο της καταγγελίας αποτελεί ο χρόνος της προειδοποίησης. Έτσι δεν επιτρέπεται κατά την διάρκεια της προστασίας της εγκύου ή τεκούσης (18μηνο) η προειδοποίηση καταγγελίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 4342/2015 ο εργαζόμενος πατέρας έχει αυτοτελές δικαίωμα χρήσεως της αδείας φροντίδος παιδιού (μειωμένο ωράριο) και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις Εθνικές Γενικές ΣΣΕ ανεξάρτητα από το είδος της δραστηριότητας που ασκεί η μητέρα, ακόμα και όταν εκείνη δεν εργάζεται.
Σύμφωνα με το άρθρο 10 της από 24.5.2004 ΕΓΣΣΕ χορηγείται άδεια 10 ημερών άνευ αποδοχών από τον εργοδότη σε συνεχείς ημέρες ή τμηματικά, ανεξάρτητα από την ηλικία του δικαιούχου, σε όσους μετέχουν σε πρόγραμμα για μεταπτυχιακό δίπλωμα ετήσιας τουλάχιστον φοιτήσεως ή διδακτορικό δίπλωμα ΑΕΙ και ΤΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής. Ισχύει μέχρι δύο έτη.
- Οι Χιονοπτώσεις, όταν είναι ασυνήθους μορφής και εντάσεως, μπορεί να θεωρηθούν ως γεγονός ανωτέρας βίας, γεγονός δηλαδή του οποίου οι συνέπειες δεν θα μπορούσαν να προβλεφθούν και να αποτραπούν ακόμη και δια μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως. Συνεπώς, για τον εργοδότη ο οποίος εξ αιτίας των χιονοπτώσεων δεν καθίσταται δυνατόν να θέσει σε λειτουργία την επιχείρησή του και να αποδεχθεί τις τυχόν προσφερόμενες υπηρεσίες των μισθωτών του, οι χιονοπτώσεις μπορεί να θεωρηθούν ως γεγονός ανωτέρας βίας, που κατά το άρθρο 656 του ΑΚ τον απαλλάσσει της υποχρεώσεως προς καταβολήν των αποδοχών.
- Η λόγω ασυνήθους μορφής και εντάσεως χιονοπτώσεως, αδυναμία των εργαζομένων να προσέλθουν στην εργοδοτική επιχείρηση η οποία ελειτούργησε, και να προσφέρουν την εργασία τους, αποτελεί για τούς μισθωτούς σπουδαίο λόγο, μη οφειλόμενο σε υπαιτιότητά τους (ΑΚ 657), ο οποίος τούς παρέχει το δικαίωμα να ζητήσουν τις αποδοχές του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο λόγω της χιονοπτώσεως ήταν αδύνατη η παροχή της εργασίας τους.